Λασίοισι — Λάσιος shaggy masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασίοισ' — λασίοισι , λάσιον a rough cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) λασίοισι , λάσιος shaggy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) λασίοισι , λάσιος shaggy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) λασίοισα , λάζω fut part act fem nom/voc sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λασίοισ' — Λασίοισι , Λάσιος shaggy masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NAZARENUS — a Gap desc: Hebrew per Tzade, cognomen DOMININOSTRI, ob educationem in oppido Nazaret ei inditum, Matthaei c. 2. v. ult. Καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν ἐις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ ὅπως πληρωθῇ τὸ ῤηθὲν διὰ τῶ Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται, Et veniens… … Hofmann J. Lexicon universale
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek